Γνώρισα την Πέπη Λαζαρίδου μέσα από τις τάξεις του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. Έμαθα να την εκτιμώ ιδιαίτερα στη διάρκεια των αγώνων για τη δημιουργία ενός μεγάλου και ενωμένου σώματος αρχαιολόγων, πέρα και πάνω από επίπλαστες διαφορές που μας κράτησαν χωρισμένους για χρόνια.
Απόψε θέλω να θυμηθώ και να μνημονεύσω την τελευταία φορά που βρεθήκαμε μαζί. Καθόμασταν πλάϊ πλάϊ στην αίθουσα τελετών του ΣΕΑ, στις 10 Μαΐου του 2007, αυτή την προχωρημένη ώρα του απογεύματος που γεμίζει το όμορφο κτήριο με γλυκό φως. Μόλις είχε εγκριθεί από την Γενική Συνέλευση το νέο καταστατικό του Συλλόγου που έδινε το δικαίωμα εγγραφής σε όλους τους αρχαιολόγους που υπηρετούσαν στο Υπουργείο Πολιτισμού, στους μονίμους αλλά και μετά από αγώνες ετών στους αορίστου χρόνου.
Γύρισε και μου είπε ήρεμη και βαθιά χαρούμενη: «Πάλεψα χρόνια για δύο πράγματα, για τον ενωμένο σύλλογο και για την απλή αναλογική. Σήμερα είδα το όνειρό μου να γίνεται πραγματικότητα. Μπορώ τώρα να αποχαιρετήσω το ΣΕΑ».
Και πράγματι στις επόμενες εκλογές, τον Ιανουάριο του 2008, η Πέπη Λαζαρίδου για πρώτη φορά στην υπηρεσιακή της ζωή δεν ήταν πια υποψήφια για το ΔΣ. Η ενιαία μας παράταξη που στήριξε τη μεγάλη αλλαγή κέρδισε τις εκλογές με απόλυτη πλειοψηφία οκτώ εδρών και οδήγησε το ΣΕΑ στην επόμενη μέρα.
Η Πέπη παρακολούθησε τους αγώνες με ενδιαφέρον μέχρι τη συνταξιοδότησή της και κέρδισε μια πολύ ξεχωριστή θέση στη καρδιά μας για όλα όσα αυτές τις μέρες ανιστορούν οι συνάδελφοί μας, αλλά κυρίως για τη συνέπειά της.
Θα τη θυμάμαι πάντα λουσμένη στο φως εκείνου του δειλινού, να έχει φτάσει στο δικό της αίσιο τέλος.
Καλό κατευόδιο, αγαπημένη μας Πέπη.
Άλκηστις Παπαδημητρίου
- Η Πέπη Λαζαρίδου που “έφυγε” χθες από τη ζωή, ήταν μια αξιόλογη αρχαιολόγος, η οποία εργάστηκε με πάθος, για την ανάδειξη και την προστασία των αρχαιολογικών χώρων και ιδιαιτέρως της Αμφίπολης. Ήταν κόρη του Δημήτρη Λαζαρίδη, του σπουδαίου αρχαιολόγου που ανέσκαψε για πρώτη φορά την Αμφίπολη το 1956 και αποκάλυψε περίπου 400 τάφους μεταξύ των οποίων και έναν ασύλητο.
Η Πέπη Λαζαρίδου υπηρέτησε στις πρώην Εφορείες Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αττικής (Α΄και Β΄), Θεσσαλονίκης και Καβάλας και τα τελευταία περίπου 20 χρόνια στην Εφορεία Ακροπόλεως.